- γνέσιμο
- τοη μετατροπή του μαλλιού ή του βαμβακιού σε κλωστή, το κλώσιμο: Στη γιαγιά μου άρεζε να ασχολείται με το γνέσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γνέσιμο — το [γνέθω] μετατροπή μαλλιού, μπαμπακιού κ.λπ. σε νήμα, το κλώσιμο … Dictionary of Greek
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek
αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… … Dictionary of Greek
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek
αλεκατίζω — [αλεκάτη] περιτυλίγω στην αλεκάτη μαλλί ή βαμβάκι για γνέσιμο … Dictionary of Greek
απονέθω — κ. απογνέθω τελειώνω ή συμπληρώνω το γνέσιμο … Dictionary of Greek
γνεθολογώ — ( άω) ασχολούμαι με το γνέσιμο … Dictionary of Greek
γνεθολόγημα — το [γνεθολογώ] το γνέσιμο … Dictionary of Greek
γνεστός — και γνεφτός, ή, ό [γνέθω] αυτός που έχει προέλθει από γνέσιμο, ο κλωσμένος … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek